- ἐπίπονον
- ἐπίπονοςpainfulmasc/fem acc sgἐπίπονοςpainfulneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
болѣзнь — БОЛѢЗН|Ь (506), И с. 1.Болезнь, нездоровье, физический недуг: Стенюштю ономоу тѩжько отъ болѣзни. Изб 1076, 52 об.; не ѡ(т)лоучашесѩ ѡ(т) нѥго [ученик]... бѣ бо оуже болѣзнию лютою одьрьжимъ. [Феодосий] ЖФП XII, 63б; въ недоузѣ лютѣ ѡбъдьржима. и … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неболѣзньнъ — (5*) пр. 1.Не причиняющий боли: житиѥ же полагаеть неболѣзньно тѣмь теле(с)мь здравиѥ бѣзбѣдно отварѧеть. (ἄνόσον) КР 1284, 330б; Бѣдно бо е(с) неболѣзньну болѣзнь сдѣлати въ врачевань˫а мѣсто. ГБ XIV, 28б. 2. Перен. Безболезненный, нетрудный:… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εναγώνιος — α, ο (AM ἐναγώνιος, ον) αυτός που γίνεται με αγώνα ή αγωνία, αγωνιώδης, γεμάτος αγωνία («πάντα τον βίον ἐναγώνιον ἡμῑν εἶναι δεῑ καὶ ἐπίπονον», Ιω. Χρυσόστ.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγώνα, συμμετέχει σε αγώνα ή είναι κατάλληλος… … Dictionary of Greek
επίπονος — η, ο (AM ἐπίπονος, ον) [πόνος] κουραστικός, κοπιαστικός («ἔργα... καλὰ καὶ ἐπίπονα», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που προκαλεί πόνο, ο γεμάτος κόπους και βάσανα 2. (για πρόσ.) μτφ. εργατικός, επιμελής («δεινοῡ καὶ ἐπιπόνου καί... εὐτυχοῡς ἀνδρός», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η … Dictionary of Greek
ԱՇԽԱՏԱՍԻՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0259 Chronological Sequence: 6c, 8c, 11c գ. φιλοπονία, τὸ ἑπίπονον laborum amor, studium, tolerantia, ἑκπόνησις elaboratio, elucubratio Յօժարական աշխատութիւն. գործասիրութիւն. փոյթ ջանից. երկասիրութիւն. անխոնջ վաստակ. ջան. եւ գործ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)